- συναγερμός
- ο, ΝΑ, και συναγυρμός Α [συναγείρω]συνάθροιση, σύναξη («ἐγένετο παλλαϊκὸς συναγερμός», Δαμάσκ. Αρχ.)νεοελλ.1. η σε έκτακτες περιστάσεις αιφνίδια πρόσκληση και συγκέντρωση πλήθους2. προειδοποιητικό σήμα για κίνδυνο3.στρ. η κατά το δυνατόν ταχύτερη έγερση μονάδας, η ανάληψη τών όπλων και η θέση σε κατάσταση ετοιμότητας για δράση με σκοπό την απόκρουση αιφνίδιας εχθρικής επιδρομής4. η σε έκτακτη ανάγκη αιφνίδια σύναξη τής πυροσβεστικής και η προετοιμασία για δράση5. συσκευή που τοποθετείται σε οίκημα ή σε όχημα με την οποία δίνεται προειδοποιητικό σήμα κινδύνου6. βιολ. πρόσκαιρη αντίδραση ζώου σε απόκριση τής άμεσης παρουσίας κινδύνου για το ίδιο ή τους συντρόφους του7. φρ. «αντίδραση συναγερμού»ιατρ. το πρώτο στάδιο τού συνδρόμου προσαρμογής.
Dictionary of Greek. 2013.